Βάιλ, Κουρτ

Βάιλ, Κουρτ
(Kurt Weill, Ντεσάου, Γερμανία 1900 – ΗΠΑ 1950). Γερμανός συνθέτης. Έγινε κυρίως γνωστός για τη συνεργασία του με τον μεγάλο θεατρικό συγγραφέα Μπέρτολντ Μπρεχτ στις όπερες Ηόπερα της πεντάρας (1928) και Η ακμή και η παρακμή της πόλης Μαχάγκονι (1927-30). Την περίοδο του ναζισμού κατέφυγε στις ΗΠΑ, όπου έγραψε τη μουσική πολλών κωμωδιών οι οποίες ανέβηκαν στο Μπροντγουέι, ασχολήθηκε με τη μουσική για κινηματογράφο και συνέθεσε την περίφημη μουσική της όπερας Η εγγύηση (1932). Το μουσικό του ύφος άσκησε βαθιά επίδραση στον Γκέρσουιν και στον Μενότι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοπορία — Ο όρος αναφέρεται γενικά σε λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά κινήματα που καινοτομούν τόσο στο περιεχόμενο, όσο και στη μορφή. Στον 19o αι. η π. (avant garde) είχε έννοια πολιτική και σήμαινε τα ρεύματα και τις ομάδες της Aριστεράς. Μόνο στις αρχές… …   Dictionary of Greek

  • Βέρφελ, Φραντς — (Franz Werfel, Πράγα 1890 – Μπέβερλι Χιλς, Καλιφόρνια 1945). Τσέχος γερμανόφωνος συγγραφέας, εβραϊκής καταγωγής. Συνεργάτης του εκδοτικού οίκου Κουρτ Βολφ της Λειψίας, συνετέλεσε εκτός των άλλων και στην έκδοση της σειράς εξπρεσιονιστικών… …   Dictionary of Greek

  • λιμπρέτο — (libretto). Διεθνής όρος, που υποδηλώνει το λογοτεχνικό κείμενο των λυρικών έργων, των oρατορίων και των καντατών. Η ετυμολογία του πιθανολογείται ότι προέρχεται από τις διαστάσεις του τυπογραφικού σχήματος (η ιταλική λέξη libretto είναι το… …   Dictionary of Greek

  • Άντερσον, Μάξγουελ — (Maxwell Anderson, Ατλάντικ Σίτι 1888 – Στάνφορντ 1959). Αμερικανός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος. Γιος Βαπτιστή ιερέα, μόλις πήρε το πτυχίο του το 1911 από το πανεπιστήμιο της βόρειας Ντακότα, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Το …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινίδης, Γιάννης — (Σμύρνη 1903 – Αθήνα 1984). Μουσικοσυνθέτης. Καταγόταν από εύπορη αστική οικογένεια Ελλήνων της Σμύρνης, όπου έλαβε τα πρώτα μαθήματα πιάνου και αρμονίας από τον Δημοσθένη Μιλαράκη, επιφανή μουσικό παράγοντα της πόλης. Παράλληλα γνώρισε και τη… …   Dictionary of Greek

  • Μπεζάρ, Μορίς — (Maurice Bejart, Μασσαλία 1927 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου χορευτή, χορογράφου και σκηνοθέτη όπερας Μορίς Ζαν ντε Μπερζέ (Maurice Jean de Berger). Καθοριστικά για τη ζωή και τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του ήταν η επιρροή που άσκησε …   Dictionary of Greek

  • Μπρεχτ, Μπέρτολτ — (Bertholt Brecht, Άουγκσμπουργκ 1898 – Βερολίνο 1956). Γερμανός θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε ιατρική και στην αρχή ήταν ένας ρομαντικός τύπος με έντονες αναρχικές τάσεις. Στο πρώτο του δράμα (Βάαλ), γραμμένο το 1918, συγκεντρώνει σ’ έναν… …   Dictionary of Greek

  • Παμπστ, Γκέοργκ Βίλχελμ — (Pabst, Bιέννη 1885 – 1967). Σκηνοθέτης του κινηματογράφου αυστριακής καταγωγής. Ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου, στράφηκε στον κινηματογράφο το 1921 και εργάστηκε πρώτα ως ηθοποιός και ύστερα ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Απέκτησε διεθνή… …   Dictionary of Greek

  • Ράις, Έλμερ — (Rice, ψευδώνυμο του Elmer L. Reizenstein, Νέα Υόρκη 1892 – Σαουθάμπτον 1967). Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και μυθιστοριογράφος. Αφιερώθηκε αποκλειστικά στο θέατρο το 1914, εγκαταλείποντας το επάγγελμα του δικηγόρου. Από τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”